Eye Witness
Testimonies
Newspaper
Archives
Greek MFA
Telegrams
Political
Background
ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΣΑΚΑΛΟΣ | EN | GR |
ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Νικόλας Τσάκαλος
Παλιές Φώκιες
Ανάβυσσος, 25/2/1960
ΚΜΣ: Ερμ. Ανδρεάδης
Πλάγια γραφή: σχόλια ερευνητή
Κανονική γραφή: μαρτυρία
Δελτίο Πληροφορητή
Ο Νικόλας Τσάκαλος γεννήθηκε το 1888 στις Παλιές Φώκιες. Και οι γονείς του ήταν απ’ εκεί. Σχολείο πήγε δυο χρόνια. Μια μέρα τον έδειρα ο δάσκαλός του και δεν ξαναπήγε. Έβοσκε βόδια στο βουνό. Όταν μεγάλωσε, πήγε κι έπιασε δουλειά στα καΐκια που κουβαλούσαν αλάτι από τις αλυκές στις Φώκιες. Το 1914, με τον πρώτο διωγμό, πήγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έμεινε έξι χρόνια. Στην αρχή δούλευε σαν κλητήρας στο Γενικό Λογιστήριο Μακεδονίας. Μετά πήγε στους Εγγλέζους. Το 1919 πήγε στις Φώκιες. Δούλευε χαμάλης στις αλυκές. Είχε και αμπέλια. Το 1922, με τον διωγμό, «πήρε την ψυχή του» και πήγε στη Μυτιλήνη. Έμεινε εκεί 4 χρόνια. Δούλευε εργάτης στα καπνοχώραφα. Μετά δούλευε σε πυρηνελαιουργεία. Το 1926 ήρθε στην Ανάβυσσο. Τον φώναξαν οι εδώ συγγενείς του. Εδώ δυστύχησε. Πήγαινε με τη γυναίκα του (που είναι Φωκιανή) στα βουνά κι έκανε κάρβουνα. Μετά έκανε αμπέλι. Τώρα σπέρνει κουκιά και αρακά. Έχει και περίπτερο.
Έχει δυο παιδιά παντρεμένα. Ο Νικόλας Τσάκαλος είναι αγαθός, ντόμπρος άνθρωπος, πρόθυμος και καλός πληροφορητής. Θυμάται με αγάπη τον τόπο του. Τον γνώρισα σήμερα στις 25/2/1960. Η διεύθυνσή του: Φώκαια Αναβύσσου Αττικής.
Γλώσσα
Ελληνικά μιλούσαμε. Όσοι δουλεύαμε στις αλυκές ξέραμε και τούρκικα γιατί είχαμε δίπλα μας και Τούρκους εργάτες. Κι αυτοί πάλι ξέρανε ελληνικά. Τούρκικα ξέρανε όσοι δουλεύανε και στους καφενέδες. Οι γυναίκες μας δεν ξέρανε καθόλου τούρκικα. Ούτε και οι χωρικοί ξέρανε τούρκικα.
Ξενιτιά
Δεν ξενιτευόμαστε. Πάντα είχαμε δουλειά με τα αλάτια. Ταχτικές δουλειές είχαμε στον τόπο μας· το βράδυ παίρναμε το μερτικό μας. Είχαμε και τ’ αμπέλια μας. Στη Σμύρνη πήγαιναν μερικοί δικοί μας και δούλευαν στου Ράγκελ το χυτήριο. Άλλοι δούλευαν σε χαλβαδοποιεία. Έρχονταν σε μας Μυτιληνιοί, παντρεύονταν, έμεναν εκεί, τους άρεσε ο τόπος. Έρχονταν και Βουργάρ’ ραγιάδες, Έλληνες δηλαδή από την Κεσάνη, από το Ουζούν Κιοπρού, από τα Μάργαρα. Είχαμε καμιά 15 τέτοιους. Και δω το ίδιο (= στην Ανάβυσσο). Έρχονται από τα Γιάννενα τσομπάνηδες, υπηρέτες, στενοχωριέται ο κόσμος, τι να κάνει; Ό,τι δουλειά ήθελες είχε η Τουρκία. Είχε ψωμί εκεί. Δεν ήταν όπως εδώ, να παρακαλείς, να μη βρίσκεις δουλειά… Άλλο καλό επάγγελμα ήταν η αμπελουργία. Είχαμε πολλά αμπέλια στο Μπάγαρας, που έβγαζαν σταφίδα σουλτανίνα και ροζάκι. Τη στέλναμε στη Σμύρνη. Είχαμε και την ψαρική. Πολλά ψάρια πιάναμε στα νερά μας. Προπαντός στις εκβολές του ποταμού Γκεντίζ (Έρμου) είχε νόστιμα ψάρια. Είχαν πολλά μαγαζιά οι Φώκιες: μπακάλικα, υφασματάδικα, σιδεράδικα. Κατέβαιναν από τα χωριά τις Κυριακές και ψώνιζαν. Είχε δυο φαρμακεία και δυο γιατρούς. Ήταν κι ένας ταρσανάς ελληνικός. Έκανε καΐκια, μαούνες.
Οι Φώκιες Σήμερα (25/2/1960)
Μια κοπέλα δική μας που μένει στην Αθήνα πήγε δυο φορές στις Φώκιες (δεν ξέρει τ’ όνομά της). Πήγε να βρει την αδελφή της. Την είχαν κάνει Τουρκάλα με το ζόρι, δεν είχε προλάβει να φύγει. Τελικά δεν την βρήκε. Τις εκκλησίες τις χαλάσανε· τα καμπαναριά τα ρίξαν χάμω. Τα σπίτια γίναν γης μαδιάμ. Εύκολα, λέει, πας στις Φώκιες. Πας στη Χίο με το βαπόρι. Απ’ εκεί περνάς με βενζίνα στο Τσεσμέ. Με πούλμαν πας στη Σμύρνη. Απ’ εκεί έχει λεωφορείο για τις Φώκιες.