Eye Witness
Testimonies
Newspaper
Archives
Greek MFA
Telegrams
Political
Background
Θανασης Καρασακαλης / Νικος Βρουτανης | EN | GR |
ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Θανάσης Καρασακαλής / Νίκος Βρουτάνης
Τσακμακλί
Αθήνα 8/4/1964 & 15/4/65
Γλώσσα
Και στα σπίτια μας κι όξω στα καφενεία, παντού μιλάγαμε ελληνικά. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που ήξεραν τούρκικα. Το χωριό μας Τούρκοι δεν είχε, ό,τι θέλαμε κάναμε. Όλο Χριστιανοί είμαστε, είχαμε ελευθερία. Τραγουδάγαμε ελληνικά τραγούδια. Κι οι γυναίκες, στους πεθαμένους, τα μοιρολόγια ελληνικά τα λέγανε: «πούσανε παλικάρι έμορφο/ κι ήρθεν άγγελος και σε πήρε» και τέτοια πράγματα λέγανε.
Νησιά
Παρθένι
Στο Καρατζά Νταγ απέναντι, μπροστά στον κάβο, ήταν ένα νησάκι, το Παρθένι. Το Παρθένι ήταν περίπου 500 μέτρα μακριά από τη στεριά. Πολύ μικρό νησάκι, όλο βράχια. Ούτε νερό είχε ούτε τίποτα. Και στου δύο διωγμούς, εκεί καταφύγαμε και σωθήκαμε.
Σπίτια
Εϊχαμε πέτρινα καλά σπίτια. Με πελεκημένα αγκωνάρια τα φτιάναμε. Τα κουβαλάγαμε με βοδαραμπάδες από τα χαλάσματα του Αμούρτη. Στις πόρτες δε βάζαμε ξύλινες κάσσες, αλλά κάτι πέτρες, που τσι λέγαμε σουβέδες. Με καλέμι τρυπούσαμε την πέτρα, βάζαμε ένα σίδερο, χύνανε μολύβι και στερεώνανε την πόρτα. Είχε καμιά δεκαπενταριά σπίτια διώροφα, τα υπόλοιπα ήτανε ισόγεια. Δωμάτια δεν είχαμε, ούλο το σπίτι ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο. Χωριστά είχαμε […] (ΛΕΙΠΕΙ Η ΣΕΛ. 75) Βάζαμε ένα δοκάρι χοντρό, καδρόνια, μπανίδια, ρίχναμε φύκια και μετά χώμα γκερένι. Χρόνια κρατάγανε, δε χαλούσαν. Κάθε χρόνο, όσο γκερένι έπαιρνε το νερό, τ’ αναπληρώναμε το Σεπτέμβρη. Όταν ήθελε ν’ ανοίξουμε θεμέλια, έπρεπε να φωνάξουμε τον παπά να κάνει αγιασμό. Και στις τέσσερεις γωνίες του σπιτιού βάζαμε από ένα μπουκαλάκι μ’ αγιασμό. Μετά, την ώρα που έσφαζαν τον πετεινό, ήθελε να πετάξει στο μάστορα, ο νοικοκύρης, ένα μετζίτι.
Ξένοι μάστοροι τα κτίζανε τα σπίτια μας, Φωκιανοί, Μυτιληνιοί και Βούλγαροι. Το 1909, την Φώτων την ημέρα, έκανε σεισμό και πέσανε πολλά σπίτια, μερικά σκίσανε. Η Τούρκικη κυβέρνηση έστειλε σκηνές. Κοιμούμαστε όξω πενήντα ημέρες. Μετά ήρθαν μαστόροι από τη Μυτιλήνη και την Καλλίπολη και τα ξαναχτίσανε.
Σχολεία
Στην εκκλησία κοντά ήτανε το σχολείο. Ένα δωμάτιο ισόγειο ήτανε με σανίδια στρωμένο. Είχε 4-5 θρανία κι έναν πίνακα. Δεν είχε πολλά παιδιά, καμιά εικοσαριά όλα όλα. Τα κορίτσια εκεί δεν πααίνανε, το’χανε σε κακό. Οι τάξεις ήταν έξι κι ένας ο δάσκαλος. Στα χρόνια μου είχαμε ένα δάσκαλο αυστηρό, έπεφτε ξύλο πολύ. Και έστελνε στο βουνό και κόβαμε μόνοι τσι βέργες. Μια φορά μ’ έβαλε σε κάτι πέτρες και γονάτισα για τιμωρία. Από τότε δεν ξαναπήγα σχολείο. Τα βιβλία τα παίρναμε από τσις Ν. Φώκιες. Είχαμε ένα βιβλίο, φυλλάδα που το λέγαμε, είχαμε και την προπαίδεια. Ιστορία, μαθαίναμε την ελληνική. Τελευταίως έκαναν και τουρκικά. Δεν ερχότανε κανένας να κάνει έλεγχο. Τραγουδάγαμε ελληνικά τραγούδια, τον Κολοκοτρώνη, νόμιζες πως ήσουνα στην Ελλάδα. Το σχολείο άνοιγε το Σεπτέμβριο και μόλις γινόντανε το πανηγύρι, του Αγίου Κωνσταντίνου, σταμάταγε. Ενδεικτικά εκεί δε μας δίνανε. Είχε ένα βιβλίο ο δάσκαλος, που είχε γραμμένα τα παιδιά. Όταν ερχόταν άλλος, τού το παράδινε. Δύο βιβλία είχαμε στο χωριό, το ένα της εκκλησίας και τ’ άλλο του σχολείου. Στο τέλος του χρόνου κάναμε εξετάσεις με ποιήματα, μεταξύ μας, γονείς δεν ερχόντανε. Εκεί πλερώναμε κατά τα έχοντα. Παντρεμένοι, ανύπαντροι, ούλοι δίναμε κάτι στην κοινότητα, μόνο οι πολύ φτωχοί δε δίνανε. Απ’ αυτά συντηρούσαν και το σχολείο.