Eye Witness
Testimonies

Newspaper
Archives

Greek MFA
Telegrams

Political
Background

Βαγγελης Ντηνιακος
EN GR

ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Βαγγέλης Ντηνιακός
Ν. Φώκιες

Αθήνα 11/3/64, 14/3/64, 18/3/64, 1/4/64
ΚΜΣ: Λουκοπούλου

Πλάγια γραφή: σχόλια ερευνητή
Κανονική γραφή: μαρτυρία


Δελτίο Μετάβασης (11/3)

Όλες οι ενέργειες που έκανα για την ανεύρεση πληροφοριών από τις Ν. Φώκιες καρποφορήσανε. Δεν είχα παρά να διαλέξω ανάμεσα σε τέσσερα ονόματα. Προτίμησα τον Βαγγέλη Ντηνιακό, που μου τον σύστησε ένας άλλος πληροφορητής μου, ο Χαρανής. Οι πληροφορίες που είχα γι’ αυτόν ήταν πολύ καλές. Πράγματι δεν διαψεύστηκα. Αφού επικοινώνησα μαζί του τηλεφωνικώς, πήγα την Τετάρτη στις 11 Μαρτίου στο Χαϊδάρι και τον βρήκα. Με περίμενε στη στάση του λεωφορείου. Μόλις κατέβηκα από τ’ αυτοκίνητο, με πλησίασε και μου συστήθηκε. Κατόπιν πήγαμε στο μαγαζί του. Έχει μάντρα με υλικά οικοδομών. Εκεί σ’ ένα μικρό δωματιάκι 1,50×2, που το έχουν για γραφείο, καθήσαμε κι εργαστήκαμε. Μου μίλησε πρώτα για τα περίχωρα της πόλης, τα ρέματα τα βουνά, τους λόφους. Μου έκανε εντύπωση η μνήμη του και η μέθοδός του. Περιγράφοντας ένα-ένα τα τοπωνύμια μού καθόρισε τα κοινοτικά όρια. Ο Βαγγέλης Ντηνιακός είναι εξαιρετικός άνθρωπος και καλός πληροφορητής. Αν κι έφυγε νέος από την πατρίδα του, 21 ετών, τη θυμάται καλά. Είναι πρόθυμος πολύ να με βοηθήσει σε ό,τι τον χρειαστώ.

Δελτίο Μετάβασης (18/3)

Το απόγευμα της Τετάρτης, πήγα στο Χαϊδάρι κι εργαστήκαμε με τον Ντηνιακό. Αυτή είναι η δεύτερη μετάβαση που έκανα για τις Ν. Φώκιες.
Καθίσαμε πάλι με τον πληροφορητή στο μικρό του γραφειάκι κι αφού περπατήσαμε σπιθαμή προς σπιθαμή τον γύρω τόπο, μπήκαμε και μέσα στην πολιτεία, όπως αρέσει στον Ντηνιακό να την ονομάζει και φυσικά πολιτεία ήτανε. Οι Ν. Φώκιες είχαν περίπου 10.000 κατοίκους, απ’ αυτούς οι 7.000 ήταν Χριστιανοί.

 Δελτίο Μετάβασης (1/4)

Την πρώτη του μηνός επισκέφθηκα για τέταρτη φορά τον κ. Ντηνιακό και συνεχίσαμε τις Ν. Φώκιες. Η συνεργασία μας πήγε καλά. Μου μίλησε για κοντινά και μακρινά χωριά και για σχέσεις και συναλλαγές. Σαν τελείωσα μαζί του πήγα σπίτι του και συνέχισα με τη μητέρα του, που είναι 90 ετών. Το υλικό που πήρα απ’ αυτήν, αφορά τις εκκλησιές και την έξοδο. Μ’ αυτήν τη μετάβαση ετελείωσε η συνεργασία μου με τον Ντηνιακό. Εργάστηκα καλά μαζί του. Καλός άνθρωπος και πολύ καλός πληροφορητής. Ακρίβεια και σαφήνεια διακρίνει τα λεγόμενά του. Τώρα μου λείπουν ελάχιστα πράματα για να συμπληρώσω τα Βασικά Στοιχεία. Μου χρειάζεται ένας ηλικιωμένος άνδρας που να θυμάται όμως καλά. Φροντίζω να τον βρω.


Βιογραφικό σημείωμα πληροφορητή

Ο Βαγγέλης Ντηνιακός γεννήθηκε στις Ν. Φώκιες το 1901. Η μητέρα του είναι Νεοφωκιανή κι ο πατέρας του Τηνιακός την καταγωγή. Σχολείο πήγε μέχρι την Δ’ του δημοτικού. Τον Μάιο του 1914, όταν έγινε ο διωγμός των πληθυσμών των Δυτικών παραλίων, κατέφυγε στη Μυτιλήνη. Εκεί έμεινε πέντε χρόνια και το Σεπτέμβριο του 1919 με την παλινόστηση των Προσφύγων, γύρισε μόνος στην πατρίδα. Τακτοποίησε τις δουλειές του, άνοιξε μαγαζί και μετά πήγε στη Μυτιλήνη και πήρε τους δικούς του. Το 1921 επιστρατεύτηκε και πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Όταν κατέρρευσε το μέτωπο, μαζί με το στρατό, πέρασε μέσω Τσεσμέ στη Χίο. Υπηρέτησε ένα διάστημα στη Μυτιλήνη και κατόπιν απελύθη ως προστάτης οικογενείας. Πήγε στην Κρήτη που βρισκόντουσαν οι δικοί του, έμεινε λίγο. .Και μετά όλοι μαζί έφυγαν και πήγαν στα Λιόσα. Εκεί μαζί μ’ άλλους συμπατριώτες του έκαναν ενέργειες και τους έδωσαν γη στο Χαϊδάρι. 60 οικογένειες από τις Ν. Φώκιες ήταν οι πρώτοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί. 

Κάτοικοι

Οι Ν. Φώκιες είχαν περίπου 10.000 κατοίκους. Οι 7000 ήτανε Χριστιανοί κι οι υπόλοιποι Τούρκοι. Είχε και 4-5 οικογένειες Αρμένικες. Εβραίους δεν είχε καθόλου. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήτον ντόπιοι Φωκιανοί. Επειδή όμως τ μέρος ήταν παραγωγικό ήρχοντο πολλοί να δουλέψουν και μένανε. Αυτοί ήτον κυρίως νησιώτες από τη Μυτιλήνη, τη Χίο και την Ικαρία. Ο παππούς μου ήτον πετράς κι ήρθε εκεί με τα δυο του παιδιά να δουλέψει. Οι Ν. Φώκιες είχαν νταμάρι σπουδαίο κι έβγαζαν τις καλύτερες μυλόπετρες. Είχε και μερικούς Αθηναίους. Έναν μάλιστα επειδή δε φορούσε σαλβάρια, όπως οι άλλοι, τον λέγαμε Φράγκο. Ένας άλλος πάλι ήτον μηχανικός και τον φωνάζανε Μηχανικό, δε λέγανε τ’ όνομά του.

Γλώσσα

Μιλάγαμε την ελληνική γλώσσα. Ακόμα και πολλοί Τούρκοι γνωρίζανε ελληνικά. Πλεόναζε το ελληνικό στοιχείο κι έτσι συμμορφωνόντουσαν κι αυτοί προς τας δικάς μας γραμμάς. Οι Έλληνες ξέρανε λίγα τούρκικα και κείνα όμως όχι καλά. Τα ελληνικά μας ήτον όπως κι αυτά που μιλάμε εδώ, μόνο που λέγαμε πολύ το «τς». Επίσης συνηθίζαμε ν’ ανακατεύουμε και μερικές τουρκικές λέξεις, λιγοστές όμως. Παραδείγματος χάριν τη βρύση τη λέγαμε τσεσμέ. Είχαμε πολλά επίθετα με την κατάληξη -όγλου, μα κα το Χατζή έδινε κι έπαιρνε. Επίθετα: Αναστασια΄δης, Αδάσης, Βαγιάννης, Βρεττάς, Δεληγκάνης, Ηλιάδης, Καρνιαβούρας, Κρίτσος, Μαγιάφας, Μαγκάκης, Μαριανός, Μαρουδής, Μπέλος, Πολύζος, Τσιλίδης, Χατζηαντρέας, Χατζημπεκιάρης, Χατζηνικόλας.

Εξωτερικοί Δρόμοι

Από τις Ν. Φώκκιες ξεκίναε ένας δρόμος αμαξιτός που πήγαινε προς τ’ ανατολικά. Σε πολλά μέρη βατλώση, είχε σκύρα μεγάλα. Επειδή προχωρούσε δίπλα στη θάλασσα ήτον αμμουδερός, δε λάσπωνε. Τον λέγαμε Ουζούν γιαλί. Μέχρι το Γκετζερλίκ ήτον παραλιακός, μετά χώριζε στα δύο. Ο ένας συνέχιζε παραλιακά, περνούσε από΄το Τισφλικάκι και πήγαινε στο Τσακμακλί. Ο άλλος έστριβε προς το εσωτερικό και πήγαινε Μαινεμένη, Σμύρνη. Στην αρχή αυτού του δρόμου, μετά από δυο χιλιόμετρα, ξεκίναε άλλος δρόμος που πήγαινε Αράπτσιφλίκ κι Αλήαγα. Και ο δρόμος που πήγαινε στ’ Αλήαγα και ο άλλος για το Τσακμακλί, δεν ήτον αμαξιτοί. Ίσα που πέρναε ένα ζώο φορτωμένο με δύο κοφίνια. Νότια της πολιτείας ξεκίνας δρόμος αμαξιτός για τις Π. Φώκιες. 4 χλμ. πριν τις Π. Φώκιες είχε διακλάδωση προς το Μπάγαρας, Γκερένκιοϊ, κι άλλη προς το Μπουτζάκι. Ο δρόμος Π.Φώκιες Γκερένκιοϊ ήτον στενός, πέρναγαν όμως βοδαραμπάδες. Στο Γκερένκιοϊ συναντούσε τον Στούστα γιολού που πήγαινε στη Μαινεμένη. Είχαμε κι άλλο δρόμο που πήγαινε στις εξοχές Μπούρντουζου, Ασμάντερε, Καρτέρα. Ήτον παραλιακός δρόμος, περνάς μπροστά από τους μύλους.

Μαχαλάδες

Οι Ν. Φώκιες γύρω είχαν τείχη με 3 πύλες, που παλιά κλείνανε. Εγώ πρόλαβα τις δυο πύλες, οι καμάρες είχαν μείνει μόνο. Όταν ήταν ο φόβος, ο κόσμος ήταν κλεισμένος στα τείχη. Αργότερα ξεθάρρεψαν, κατοίκησαν απ’ έξω κι έκαναν καινούργιες συνοικίες. Κατά το 1880 η πόλη επεξετάθη κι έξω από τα τείχη, σε μεγάλη έκταση περίπου 1,5 χλμ. Μέσα από τα τείχη τα σπίτια ήτον κολλητά, από το ένα μπορούσες να περάσεις στ’ άλλο. Πολλά επικοινωνούσαν από το ισόγειο. Διακόσια περίπου μέτρα από τη θάλασσα, άρχιζαν τα τείχη. Δεν κρατούσεν σ’ όλα τα σημεία καλά. Ανατολικά και δυτικά είχαν σχεδόν εξαφανισθεί, εμφανή ήτον προς βορρά και προς νότον, στις δύο πύλες. Έξω από τα τείχη ήτον όλο ελληνικές συνοικίες, δεν είχε Τούρκους. Μέσα στα τείχη, στο βόρειο μέρος ήτον ο Τουρκομαχαλάς. Έφτανε μέχρι την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, βορειοανατολικά και δυτικά μέχρι τον Τοπχανέ. Νοτίως μέχρι το τσαρσί. Πουθενά αλλού δεν κατοικούσαν Τούρκοι. Τα σπίτια τους ήτον πολύ κοντά. Μέσα στα τείχη ήτον και δυο ελληνικές συνοικίες, της Αγίας Ειρήνης, βορειοανατολικά και της Παναγίας, δυτικά. Ανατολικά, προς το Σαχπανά, ήτον μια συνοικία, η Ανδρονίκη. Εκεί είχε τρία εργοστάσια, ελαιοτριβεία. Το ένα ήτον του Χατζηγκαργκίλη, το άλλο του Τσιλίδη, και το τρίτο ξεχνώ ποιος το είχε. Νοτίως ήτον το Παπάσκιοϊ, κανούργια συνοικία. Από κει πήγαινε ο δρόμος για τις Π. Φώκιες. Κοντά στο Παπάσκιοϊ είχε μιαν άλλη συνοικία που δε θυμάμαι πώς τη λέγανε. Δυτικά ήτον η Κοτάρα. Κοτάρα λέγανε μια μάντρα μεγάλη, που μέσα οι χασάπηδες βάζανε τα ζώα για σφάξιμο. Στην άκρη της Κοτάρας ήτον το σχολείο και μετά άρχιζαν τα περιβόλια. Μετά την Κοτάρα ήτον το Ανηφοράκι, από κει πήγαινε ο δρόμος προς το νεκροταφείο, τον Άγιο Γιώργη. Στο Ανηφοράκι είχε μια πλατεία κι εκεί διάβαζαν για τελευταία φορά τους νεκρούς. Προς βορράν έξω από τα τείχη ήτον το λιμάνι και γύρω σπίτια. Μετά το λιμάνι, δυτικά, ήτον άλλη συνοικία, οι Μύλοι. Εκεί είχε 13 μύλοι στην αράδα. 5-6 μέτρα από τη θάλασσα άρχιζαν οι μύλοι, μετά ο δρόμος και παραμέσα τα σπίτια.

 Σχολεία

Ένα και μοναδικό σχολείο είχαμε, αλλά πελώριο. Ήτον έξω από τα τείχη, στα δυτικά, στην Κοτάρα δίπλα. Το κτίριο ήτον διώροφο κι από κάτω είχε υπόγειο. Είχε περισσότερο από 12 μέτρα ύψος. Ήτον όλο με ντόπια πέτρα κτισμένο. Από πάνω, η σκεπή ήτον με κεραμίδια. Είχε μεγάλον περίβολο, περιμαντρωμένο, σκέτο χώμα ήτον και μόνο κοντά στην είσοδο πλακόστρωτο. Και στους δυο ορόφους ήτον αίθουσες διδασκαλίας. Το υπόγειο δεν ήτον κατοικήσιμο. Το είχαν αποθήκη. Είχε σκάλα ξύλινη εσωτερική που πήγαινε στον απάνω όροφο. Μπαίνοντας στο κτήριο είχε έναν διάδρομο και δεξιά κι αριστερά δύο αίθουσες που κάνανε τα κορίτσια μάθημα. Στο βάθος είχε μια μεγάλη αίθουσα, όσο οι άλλες δύο και ο διάδρομος. Εκεί ήτον η πρώτη μικρή κι η πρώτη μεγάλη. Θρανία δεν είχε. ήταν αμφιθέατρο που άρχιζε από κάτω κι έφτανε μέχρι την οροφή. Εδώ γινόντανε οι εορτές, ήταν η μόνη μεγάλη αίθουσα. Στη μέση στο αμφιθέατρο υπήρχε διάδρομος και χώριζε τις δύο τάξεις. Μια δασκάλισσα έκανε μάθημα και στις δύο κι όταν είχαν καιρό ερχόντανε και οι άλλοι και τη βοηθούσανε. Απάνω κάνανε μάθημα τ’ αγόρια. Είχε 5 τάξεις κι ανάλογους δασκάλους. Το σχολείο ήταν επτατάξιο, είχε δηλαδή δημαοτικό και σχολαρχείο. Δυτικά στο σχολείο και προς νότον είχε περιβόλια, προς βορράν τα σπίτια της Κοτάρα κι ανατολικά δρόμους και μετά σπίτια. Μάθημα κάναμε πρωί κι απόγευμα. Διδάσκανε Ελληνικά, αριθμητική, ιστορία, γεωγραφία, όλα τα μαθήματα. Από την Γ’ τάξη υποχρεωτικώς τουρκικά με Έλληνα δάσκαλο. Εγώ έφτασα Φωκιανούς δασκάλους. Ένας μόνο, ο Λαζαρίδης, που έκανε τουρκικά, ήταν από το Ικόνιο. Μας δίδασκαν ελεύθερα κι όλες οι εκδηλώσεις ήτον ελεύθερες. Στις εξετάσεις μόνο, όσο ήταν οι τούρκικες αρχές, φυλαγόμαστε λίγο, μετά ήταν Ελλάδα. Αυτοί δεν καθόντανε πολύ, τους κερνάγαμε και φεύγανε. Στην αρχή του χρόνου, όταν γραφόντανε τα παιδιά, πληρώνανε εισιτήριο. Όταν δεν μπορούσαν να δώσουν όλα τα λεπτά μαζί, τα πληρώνανε σε δύο δόσεις ή και σε είδος. Ανάλογα με την τάξη ήτον και το εισιτήριο. Στις μικρότερες πληρώνανε λιγότερο, στις πιο μεγάλες πιο πολλά. Από εκεί κι απάνω όσοι ήθελαν έδιναν επί πλέον. Όσους μαθητές η κοινότητα τούς χαρακτήριζε άπορους, φοιτούσαν δωρεάν. Των Τριών Ιεραρχών κάναμε συλλείτουργο, φτιάχναμε και κόλλυβα. Όταν τελείωνε η λειτουργία τα μετέφεραν τα κόλλυβα στο σχολείο. Γινόντανε εορτή με ποιήματα. Ερχόνταντε και οι αρχές του τόπου, ο μουδούρης κι άλλοι επίσημοι. Στο τέλος της εορτής, την ώρα που έφευγε ο κόσμος, στην πόρτα, έδιναν κόλλυβα κι άρτο κι άφηνε ο καθένας ό,τι ήθελε υπέρ του σχολείου. Στο τέλος του χρόνου δίναμε εξετάσεις προφορικές ενώπιον της κοινότητος. Κάναμε κι εκδηλώσεις εορταστικές με ποιήματα και άσματα. Στις 29 Μαΐου, το πολύ μέχρι 10 Ιουνίου, αν είχαμε καμιά καθυστέρηση από αρρώστιες ή τίποτα άλλο, κλείνανε τα σχολεία. Βιαζόντανε ο κόσμος να πάει στις εξοχές, είχε δουλειές. Το Σεπτέμβριο πάλι που γύριζε ο κόσμος ανοίγανε τα σχολεία. Τους δασκάλους τους διόριζε η κοινότης. Τετράδια και βιβλία αγοράζαμε από τα μαγαζιά. Μερικοί τα βιβλία τα έφερναν από τη Σμύνρη. Από τη Σμύρνη ερχόντανε μια φορά το χρόνο επιθεωρητής και μας εξήταζε. Εκτός των διδασκάλων, το σχολείο διατηρούσε και παιδονόμο. Στην εποχή μου ήτον ο μπάρμπα Αντρέας, γύριζε στις συνοικίες κι ήτον το φόβητρο των παιδιών. 

Τζαμιά

Στις Ν. Φώκιες είχε δυο τζαμιά και τα δυο στον Τουρκομαχαλά. Το ένα ήτνα στο δυτικό μέρος της πόλης, μεγάλο τζαμί με περίβολο πλακοστρωμένο. Είχε μιναρέ κι ανέβαινε ο χαφούσης με το σαρίκι του και προσευχόντανε. Αυτό μέχρι το ’22 που φύγαμε λειτουργούσε τακτικά. Θυμάμαι, όταν κάνανε οι Τούρκοι την προσευχή τους, αφήνανε όξω τα παπούτσια τους και μεις τα παιδιά πηγαίναμε και τους τ’ ανακατεύαμε. Το άλλο, ήταν στ’ ανατολικό μέρος. Δε θυμάμαι να είχε μιναρέ. Τα τελευταία χρόνια δε λειτουργούσε. 

Λουτρά

Είχαμε δυο λουτρά και τα δύο στον Τουρκομαχαλά. Το ένα ήτανε κοντά στο τζαμί. Ήτανε όμορφα κτήρια με κουπέ από πάνω. Μέσα είχανε χαβούζες. Τα λέγαμε χαμάμ. Κι οι Τούρκοι κι οι δικοί μας εκεί πηγαίνανε. Την ημέρα ήτανε για τις γυναίκες και το βράδυ για τους άνδρες. Οι Τουρκάλες απαραιτήτως πηγαίνανε στο χαμάμ. Οι δικές μας γυναίκες πλενόντουσαν και στο σπίτι.  

Ελληνικά Χωριά
Γκερένκιοϊ

Το Γκερένκιοϊ ήταν ελληνικό χωριό. Θα είχε γύρω στα 200 σπίτια. Εκκλησία είχαν τον Άι Θανάση. Είχαν και δημοτικό σχολείο, νομίζω εξατάξιο. Από το Γκερένκιοι φέρναμε ένα χώμα που το βάζαμε στα δώματα, το λέγαμε γκερένι. Από εκεί προμηθευόμαστε και φασολάκια μαυρομάτικα, ήταν το σπεσιαλιτέ τους, όλοι παίρναμε από αυτά. Το χωριό μέσα είχε αρκετά μαγαζιά. Όσοι Γκερενκιοΐτες κρατάγανε από μας, όταν ερχόντανε στις Ν. Φώκιες να δουν τους συγγενείς τους ψωνίζανε κιόλας. Αυτοί εμπορικές σχέσεις είχαν με τις Π. Φώκιες, μόνο λάδια προμηθευόντουσαν από μας.

Ελληνικά Χωριά
Τσακμλακλί

Βορειοανατολικά στις Ν. Φώκιες ήτον το Τσακμακλί, μικρό χωριό με καμιά εκατοστή σπίτια, όλο Χριστιανοί. Σε πρόποδε λόφου κτισμένο. Ήταν σ’ ανοιχτό μέρος κι είχε ωραία θέα, έβλεπε τη θάλασσα. Η θάλασσα θα ήταν 600 μέτρα μακριά από το χωριό. Οι κάτοικοι ήταν Νεοφωκιανοί, Μυτιληνιοί και Χιώτες. Ο παππούς μου με δυο άλλους δώσανε δυο τρεις γελάδες σ’ έναν Τούρκο που είχε την περιοχή και την αγοράσανε. Είχε δημοτικό σχολείο με τρεις τάξεις και μια μικρή εκκλησία, τον Άγιο Κωνσταντίνο. Είχε δυο μαγαζιά, μπακάλικα και καφενεία και χωριστά ένα καφενείο. Ήταν καθαρώς γεωργικο-κτηνοτροφικό χωριό. Υδρευόντουσαν από πηγάδια. Οι Τσακμακλιώτες ψώνιζαν από μας. Για στάρι ήθελε να παν το καλοκαίρι στο παζάρι στη Μαινεμένη να προμηθευτούν. Όσοι από μας είχανε εκεί κοντά κτήματα πηγαίνανε τις Κυριακές στον Άγιο Κωνσταντίνο και εκκλησιαζόντουσαν. Και στο πανηγύρι τους πηγαίναμε. Γενικά είχαμε μαζί τους σχέσεις.

Τούρκικα Χωριά
Γκιουζέλασαρ

Ανατολικά στις Ν. Φώκιες ήτον το Γκιουζέλασαρ, τούρκικο χωριό με καμιά τρακοσαριά σπίτια. Για να πάμε στο Γκιουζέλασαρ θέλαμε 2,5-3 ώρες, περνάγαμε πρώτα από ένα άλλο τούρκικο χωριό, τα Σάμουρλα. Το Γκιουζέλασαρ ήτον μεγάλο χωριό, είχε και μουσαφίρ οντάδες. Όταν πηγαίναμε για δουλειές εκεί φιλοξενούμεθα. Είχε κάμπο καλό, παραγωγικό, έβγαζε απ’ όλα. Εγώ πήγαινα στο Γκιουζέλασαρ, πούλαγα σταφίδα κι αγόραζα πεπόνια, καρπούζια και κρεμμύδια. Κι αυτοί ερχόντανε σε μας για δουλειές. Μισή ώρα έξω από το Γκιουζέλασαρ, στην ακριά του κάμπου, προς το βουνό, ήταν έκκλησάκι εξοχικό. Άη Γιάννης Τα Τσιτάκια, τον ελέγαμε. Τούρκοι το λατρεύανε. Είχε δει Τούρκους που περιφέροντο στα χωριά και στις Ν. Φώκιες, είχαν έρθει και μάζευαν λάδι για τον Άη Γιάννη. Μαζί τους είχαν κι ένα πελώριο κομπολόι, μισό μέτρο περίπου, με ξύλινες χάντρες μεγάλες. Το κομπολόι αυτό το βάζανε στην εικόνα. 

Σχέσεις και συναλλαγές και Στοιχεία Οικονομίας

Στις Ν. Φώκιες είχε πολλά μαγαζιά. Στο δρόμο του Τσαρσιού είχε μπακάλικο, καϊβέδες (τούρκικα καφενεία), 3-4 φούρνοι, καφενεία και 5-6 σιδηρουργεία, τα δύο τα είχαν Χριστιανοί, τ’ άλλα Τούρκοι. Τα σιδηρουργεία φτιάχναν αγκίτια (εργαλεία για να κόβουν τις πέτρες), γεωργικά εργαλεία, σιδεριές, μπαλκόνια. Είχε τέσσερα μπασματζίδικα (υφασματάδικα), αυτά δεν ήτον στο Τσαρσί, διασκορπισμένα. Στο φαρδύ σοκάκι στην άκρη της πολιτείας είχε δυο αλμπάνικα. Άλλο ένα Ήταν από δω μεριά στο τζαμί, το είχε ένας Τούρκος αυτό. Είχαμε δυο εργοστάσια, ελαιοτριβεία, με μηχανές κι άλλα τέσσερα λιοτριβειά χειροκίνητα, που τα λέγαμε μύλους. Το ένα ελαιοτριβείο ήτον κι εργοστάσιο αλευροποιίας, αλλά δεν πήγαινε ο κόσμος εκεί ν’ αλέσει γιατί υπήρχαν πολλοί ανεμόμυλοι και τους προτιμούσε. Τα ¾ το εμπορίου και πλέον το είχαν στα χέρια τους οι Χριστιανοί. Ορισμένοι Τούρκοι, στα μαγαζιά τους, παίρνανε και Ρωμιούς συνεταίρους. Οι έμποροι τα είδη τους, κατά 90%, τα προμηθευόντουσαν από τη Σμύρνη. Τα καΐκια φόρτωναν πέτρες από τους καγιάδες, τις πήγαιναν στη Σμύρνη και στον ερχομό φέρνανε το εμπόρευμα. Στις Ν. Φώκιες είχε πολλούς καγιάδες. Βγάζανε μυλόπετρες και πλάκες για οικοδομές. Είχαμε κι αρκετούς ψαράδες Τρεις τράτες ήταν Φωκιανές. Βγαίνανε και γρι-γρι για ψάρεμα, μα δούλευε και δυναμίτης. Τα χοντρά τα ψάρια, τα καλά, τα πήγαιναν με τα ζώα Σμύρνη και Μαινεμένη. Στις 4 το πρωί φεύγανε τα ζώα φορτωμένα και στις 8 φτάνανε στη Μαινεμένη. Γυρίζοντας φέρνανε από κει κάτι χαλβάδες και όσπρια. Όταν τα καΐκια μποδίζονταν από καιρό κι είχαν οι έμποροι ανάγκη, ψώνιζαν από τη Μαινεμένη. Είχαμε δυο γιατρούς Έλληνες και τώρα τελευταία κι έναν Τούρκο. Φαρμακεία ήτον δύο, ελληνικά. Κάθε Παρασκευή κατέβαιναν οι Τούρκοι από τα γειτονικά χωριά κι έφερναν προς πώλησιν τα προϊόντα τους, γινότανε παζάρι. Ως επί το πλείστον έφερναν γαλακτερά, τυριά, γιαούρτια, βούτυρα κι αυγά. Σαν τα πουλάγανε, ψωνίζανε ό,τι είχαν ανάγκη και φεύγανε. Τα χωριά Τσακμακλί και Κουσμπεγλί ψώνιζαν οπωσδήποτε από μας. Τα Σάμουρλα, το Γκιουζέλασαρ κι ένα άλλο τουρκικό χωριό, Κοτζαμεμέτηδες, πήγαιναν και στη Μαινεμένη. Σε μάς, επειδή ήτον η θάλασσα, τα πετράδικα ερχόντουσαν για διάφορες δουλειές. Το λιμάνι είχε αρκετή κίνηση. Είχε καμιά δεκαπενταριά καΐκια ντόπια. Ερχόντανε και καράβια ξένα από την Πόλη, φέρνανε παστά και φορτώνανε μυλόπετρες, τις πηγαίνανε στη Μαύρη Θάλασσα. Τον Αύγουστο μήνα, ερχόντανε καΐκια από τα Δαρδανέλια με τσανάκια για γλυκό, τα έκαναν ανταλλαγή με σταφίδα. Εκεί οι νοικοκυρές φτιάνανε από μούστο γκιούν μπαλί, σε μεγάλες ποσότητες, και θέλανε πολλά δοχεία. Απ’ όλα είχαμε. Η μαύρη φωκιανή σταφίδα ήταν ονομαστή, είχαμε και σουλτανιά. Κι από τα δύο είδη κάναμε εξαγωγή. Ερχόντανε έμποροι από τη Σμύρνη, τη Μαινεμένη και την αγοράζανε, γύριζαν στους κουλάδες και την καπαρώνανε. Και δικοί μας έμποροι, από τις Ν. Φώκιες, έστελναν εντολοδόχους στ’ αμπέλια κι αγοράζανε τη σταφίδα. Λάδια βγάζαμε πολλά, κάναμε κι εξαγωγή, όλα τα τουρκοχώρια από μας παίρνανε. Φτιάναμε ωραίες ελιές χουρμάδες και τις στέλναμε στη Σμύρνη. Από το σχολείο κι έπειτα και προς το Αρεζένι είχε περιβόλια πολλά. Οι περιβολάρηδες τα προϊόντα τους, εκτός από μέσα τις Φώκιες, πήγαιναν στα χωριά Κουσμπεγλί και Τσακμακλί και τα πούλαγαν Από εδώ μεριά, στο Σαχπανά και στον Ασμά Ντερέ, είχε μαντριά. Κάθε νοικοκύρης είχε 4-5 πρόβατα δικά του στο κοπάδι κι έβγαζε το αρνί του, το τυρί του. Απ’ όλα είχαμε στα σπίτια μας, μόνο ρύζι, ζάχαρη, πετρέλαιο, καφέ, υφάσματα αγοράζαμε από τα μαγαζιά. Όλα τα προμηθευόμαστε από εκεί, σπανίως κανένας πήγαινε να ψωνίσει στη Σμύρνη. Έπρεπε να ’χει άλλη δουλειά να πάει και με την ευκαιρία να ψωνίσει. Υφάσματα δεν αγοράζαμε και πολύ. (Υ)φαίνανε οι γυναίκες μας στην κραββατή ωραία πανιά και μεταξωτά. Μόνο οι πετράδες, οι ψαράδες κι οι καϊξήδες υστερούσαν σε κτήματα, είχανε όμως λεφτά και ψωνίζανε.

Old Phocaea (Eski Foça)

New Phocaea (Yeni Foça)

Anna Kindyni
Mamy Maroudi

Vangelis Diniakos

Argyro Diniakou

 Despoina Pepa

Gereneköy

Çakmaklı