Eye Witness
Testimonies

Newspaper
Archives

Greek MFA
Telegrams

Political
Background

Μαμι Μαρουδη
EN GR

Η διηγηση της Μαμι Μαρουδη

ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΜΙ ΜΑΡΟΥΔΗ, “ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΥΔΙΑ”

Το κείμενο το εμπιστεύθηκε στην κα. Ζαχαρώ Φραντζέσκου η ίδια η κόρη της Μ. Μαρουδή, Άννα Κινδύνη

Κείνον τον καιρό, κυκλοφορούσαν διαδόσεις για μεγάλο πόλεμο, για Γερμανούς που ήταν φίλοι των Τούρκων και τέτοια. Και σε λίγο τ’ άσκημα νέα μάς ήρθαν. Στις παραλιακές πόλεις και τα χωριά ξεσηκώνονταν οι Τούρκοι. Έκλεβαν, έδερναν, σκότωναν Χριστιανούς. Χειροτέρευε η κατάσταση, απλωνόταν το κακό, μας άγγιζε. Η τρομοκρατία άρχισε από τις εξοχές. Ρήμαζαν τους κουλάδες, εκβίαζαν, αρπούσαν ζωντανά, έδερναν. Δεν τολμούσαν πια οι Φωκιανοί να πάνε στα χτήματά τους.

Κοντά σ’ αυτά, αυτοί που οργάνωναν την καταστροφή μας, έχυναν μαστορικά και ύπουλα το δηλητήριο της απογοήτευσης και του τρόμου. Παμπόνηρα ειρωνικά χαμόγελα, κι όλων κλειδωμένα τα στόματα, σφραγισμένα. Να σκεφθείτε ότι ακόμα κι ο παππούλης, που ήταν αζάς και είχε σχέσεις στενές και φιλικές με πλούσιους μπέηδες και κυβερνητικούς υπαλλήλους, δεν κατάφερε ν’ αποσπάσει μια πληροφορία θετική.

Μήτε ο Σελήμ, άνθρωπος δικός μας και φίλος έμπιστος, είπε καθαρή την αλήθεια σαν τον ρώτησε ο παππούλης. «Δεν μπορώ Χρόνη αφέντη, δεν μπορώ, δεν μου επιτρέπεται να μιλήσω. Ορκισμένοι είμαστε άχνα να μη βγάλουμε. Εσύ φρόντισε να σώσεις τον εαυτό σου.» Αυτή ήταν του Σελήμ η απάντηση.

Σαν έφτασε ο κόμπος στο χτένι, μια επιτροπή από προύχοντες παρουσιάστηκε στον Διοικητή. Ζήτησε να προστατευτούν οι Χριστιανοί, να πάρει μέτρα για την ασφάλειά μας. «Δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα» απάντησε εκείνος. «Έχω τη δύναμη να επιβάλλω την τάξη. Τραβάτε στις δουλειές σας κι άλλη φορά να μην ανακατωνόσαστε σε ξένες υποθέσεις.»

Πριν τα ξημερώματα της Παρασκευής, στις 31 Μαΐου, μες στον ύπνο μου, σα ν’ άκουσα σφυριξιές. Σκουντώ τον πατέρα σας. «Ξύπνα Δημοσθένη! Δεν ακούς σφυρίγματα; Κάτι γίνεται…. Βιάσου» του λέω, «μπρος Δημοσθένη, απόψε κιόλας πρέπει να φύγουμε από τούτο το σπίτι.»

Δίσταζε να πάρει απόφαση. Νευρίασα κι έτρεμα. «Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν ότι στα πλούσια σπίτια θα χυμήξουν πρώτα-πρώτα; Κι εσύ εδώ είσαι ο μόνος Έλληνας υπήκοος. Το ξεχνάς; Πάμε…»

Προτού σας σηκώσουμε αποφασίσαμε να κρύψουμε ό,τι πολύτιμο είχαμε. Γεμίσαμε έναν γκαζοτενεκέ με χρυσαφικά και ασημικά. Κατεβήκαμε στην καρβουναποθήκη και αυτού, σκάβοντας έναν λάκκο, τα χώσαμε. Τέλος, σάς ξυπνήσαμε, βαριά νυσταγμένα… Κλειδώσαμε το σπίτι. Μαζί μας δεν πήραμε το παραμικρό.

Πρόθυμα μας δέχτηκε η κυρία Ευρυδίκη. Σε λίγο πετάχτηκε ως το σπίτι του παππούλη ο «μπαμπάς», τους κάλεσε. Ήρθαν όλοι τους.

Στα σκοτεινά καθόμασταν κι ο παππούλης βολτάριζε στο διάδρομο. Η εκνευριστική αναμονή, η κλεισούρα κι η απραξία τον στενοχωρούσαν. Άξαφνα μας λέει: «Εγώ βγαίνω για κατόπτευση» Δεν μπορέσαμε να τον συγκρατήσουμε. Ξεπόρτισε. Ευτυχώς γύρισε σώος. «Ησυχία παντού» μας λέει. Μαύρη όμως ησυχία. Σαν κουφόβραση που προμηνά θύελλα. Το προαισθάνεσαι, το μυρίζεσαι. Πρόσεξα όμως τα παράθυρα των τουρκόσπιτων είναι φωτισμένα, ενώ των δικών μας σφαλιχτά, σκοτεινά. Κι αυτό ύποπτο.

Ξημέρωνε. Από τα παντζούρια φώτιζε αχνά. Τότε ακούσαμε κρότους μακρινούς, σα σπασίματα, σφυρίγματα δυνατά. Μετά έσκισαν τον αέρα αρκετές τουφεκιές. «Νάτους! Πλάκωσαν.»

Ορμήσαμε προς την πόρτα κι όπως φάνηκε, το ίδιο γινόταν σ’ όλα τα σπίτια. Άνοιγαν οι πόρτες, πεταγόταν έξω αλαφιασμένος ο κόσμος. Πολλοί μισόγυμνοι από την ταραχή και τη βιάση. Και βρεθήκαμε νάμαστε από τους μπροστινούς και χιλιάδες ν’ ακολουθούν. Εγκαταλείψαμε την πόλη, τραβώντας δυτικά.

Πιάσαμε ν’ ανεβαίνουμε στο βουνό Γκιζιλντάγ. Η σχωρεμένη η νενέ απόκαμε στην ανηφοριά. Τη φορτώθηκε στην πλάτη του ο θείος Γιώργος, την κουβαλούσε.

Ο θείος Γιώργος είχε και την έγνοια του σκύλου του. «Μωρέ είδατε. Ξεχάσαμε τον Φίντο. Τον έχω κλεισμένο στο κατώγι. Θα μου τον σκοτώσουν , το καημένο μου το σκυλί» είπε.

Ανεβαίναμε τα βουνά. Άλλοι προσπερνούσαν, άλλοι έμεναν πίσω.

Αφού περπατήσαμε ακόμα, εγκατασταθήκαμε στην περιοχή του Ασμά Ντερέ. Σκορπιστήκαμε. Κάθε μία οικογένεια κοίταζε να βολευτεί κάπου.

Δεν ξέρω γιατί πιστεύαμε ότι σύντομα θα ξαναγυρίζαμε στα σπίτια μας. Σε μια-δυο μέρες. Γι’ αυτό σπασμωδικά κι επιπόλαια φερθήκαμε τις τελευταίες στιγμές. Φαντασθείτε που ο θείος Γιώργος έκρυψε ένα σακουλάκι λίρες κάτ’ από το στρώμα του κρεβατιού του. Χάθηκε όμως κάθε μας ελπίδα. Έρχονταν από το βουνό, όπου είμασταν, χτυπημένοι και τραυματισμένοι, σαν τον Γιωργάκη της Μπιντανούς που διηγόταν πως είδε πτώματα στους δρόμους, πώς ξένα και ντόπια μπουλούκια σκορπούν τον όλεθρο, σκοτώνουν, λεηλατούν τα πάντα, σπίτια, μαγαζιά κι εκκλησίες. Ιδιαίτερο, λέει, φανατισμό έδειξαν οι πολιτοφύλακες κι οι ζαπτιέδες με αρχηγούς τον Τζεμάλ Βέη, Μπεκίρ Βέη, Μπαλτίρ Μουσταφά κι άλλους που δε θυμούμαι. Στο Αλή Αγά σκότωσαν τον παπά Ρόδιο· στο Τσακμακλή, πάνω στο γάδαρο, τον Παπαπαναγιώτη. Στις Φώκες ξέκαναν και ορισμένους χαζούς ή στραβούς που δεν είχαν φύγει από την πόλη μην έχοντας συναίσθηση της κατάστασης. Σάρωσαν τα χωριά Γκερένκιοϊ και Σερένκιοϊ. Τούτο το Σερένκιοϊ, επειδή έφεραν αντίσταση και πολέμησαν οι Ρωμιοί, ολότελα το ξεκλήρισαν. Σφάκτηκαν αρκετοί σ’ αυτά τα χωριά. Ούτε σκέψη λοιπόν για επιστροφή.

Έτσι, δε μας απόμενε άλλος δρόμος σωτηρίας. Το ταχύτερο θα ’πρεπε να μπαρκάρουμε για την Ελλάδα. Το συζήτησαν οι πρόκριτοι, ας πούμε, το αποφάσισαν. Ψάξαν στην παραλία, βρήκαν μια βάρκα, κι ο μπαμπάς με τρία Φωκιανά παλικάρια ξανοίχτηκαν για το επικίνδυνο ταξίδι. Δεν είχε μηχανή η βάρκα, μόνο κουπιά. Τα εφόδιά τους, ένα λαγήνι νερό και ψωμί. Πώς να κάνεις τόση απόσταση από τις Φώκιες στη Μυτιλήνη, το κοντινότερό μας νησί;

Ο πατέρας σας πήρε μέρος στην αποστολή. Η νενέ είχε ανησυχήσει κι αψομίλησε του μπαμπά να μην ριψοκινδυνέψει. Όμως δεν άλλαξε γνώμη εκείνος. «Θα σωθούν χιλιάδες ψυχές, μητέρα» της είπε.

Υποφέραμε πολύ στο βουνό. Ψωμί και τρόφιμα δεν είχαμε, ούτε νερό αρκετό. Ξαμολιόνταν οι άντρες να βρουν πηγάδια στους κοντινούς κουλάδες, είτε καμιά πηγή. Κουβαλούσαν το νερό με λαγήνια και κουβάδες.

Τούρκοι δεν ήρθαν στο βουνό, η αλήθεια. Όμως έκαναν μια επίσκεψη. Τρεις ζαπτιέδες ξεπρόβαλαν ξαφνικά τ’ απόγευμα της Κυριακής πίσω από τα βράχια, κι ασάλευτοι βάλθηκαν να μας βλέπουν. Σίγουρα ήρθαν να εξετάσουν, να σημαδέψουν τον τόπου όπου καταφύγαμε. Θα τον μαρτυρήσουν κι αλλοίμονο, αλλοίμονο! Τότε, θαρρετά, ο θείος Γιώργος πήγε και τους μίλησε. Δεν ήρθαν εκεί πάνω για κακό, είπαν στον θείο. Έτσι, μονάχα από περιέργεια… Αποτραβήχτηκαν κι έτυχε μάλιστα να είναι γνωστοί του θείου.

Α, ξέχασα να σας πω για τον παππούλη και για τον Φίντο. Ο παππούλης και πάλι δεν άντεξε να καρφωθεί σ’ έναν τόπο. Παρασκευή έφυγε από μας, τριγυρνούσε κι εγώ δεν ξέρω πού, γύρισε την επομένη, Σάββατο. Διηγόταν φριχτά πράγματα.

Όσο για τον Φίντο, ήρθε στο βουνό την ίδια μέρα του φευγιού. Ήταν τραυματισμένος στο μπούτι, μα όχι βαριά. Τού ’ριξαν, φαίνεται, οι Τούρκοι, καθώς άνοιξαν το υπόγειο. Ξέκοψε, γλύτωσε, χτυπημένος από σφαίρα. Έχει κι αυτός την συγκινητική του ιστορία… Να τελειώνουμε όμως την ιστορία με τους ανθρώπους…

Εννιά ή δέκα πρωί θα’ταν η ώρα. Μέρα Δευτέρα. Βλέπω λαχανιασμένο τον Αναστάση Ηλιάδη να’ρχεται στο πευκάκι μας. Μ’ αγκαλιάζει. «Κυρία Σταματία σωθήκαμε!» λέει. «Το βαπόρι φάνηκε! Έρχεται… νάτο!»

Με το Αννάκι στην αγκαλιά ανέβηκα πιο ψηλά. Το είδα. Έπιασα να τρέχω κατά την ακροθαλασσιά. Κι απ’ όλες τις μεριές ξεπετιόνταν γυναίκες, παιδιά, άντρες κι έκαναν όλοι κατά τη θάλασσα.

Σώθηκε ο μπαμπάς! Σώθηκαν οι σύντροφοί του, της βάρκας. Γλυτώνουμε μεις και όλοι οι συμπατριώτες μας. Τριπλή χαρά. Αν μπορείς να πεις «χαρά» εκείνη την ψυχική μας κατάσταση.
Το βαπόρι, μεγαλόπρεπος όγκος, πελώριο. Είχαν προνοήσει κιόλας να φέρουν βάρκες και μικροκαΐκια για τη μεταφορά του κόσμου πάνω στο βαπόρι. Κι οι άντρες μπήκαν στο νερό και μας σήκωναν, μας κουβαλούσαν ως τις βάρκες. Ο θείος Γιώργος, χωμένος στη θάλασσα ως τη μέση, μουλιασμένος, έκανε ώρες τη δουλειά αυτή, σηκώνοντας γυναίκες, γέρους και παιδιά στην αγκαλιά και στη ράχη του.

Οι Φωκιανοί ξεσπούσαν τώρα αναθαρρεμένοι. Έβγαζαν το άχτι τους κι άκουγες που καταριόνταν, αναθεμάτιζαν κι έβριζαν τους Τούρκους. Οργισμένοι καταξέσχιζαν τα φέσια τους, πετούσαν τα κομμάτια στη θάλασσα που κοκκίνιζε, σαν από αιμάτινους λεκέδες.

Δε χώρεσε βέβαια όλο τον κόσμο το βαπόρι. Ήρθε κι άλλο βαπόρι μετά, να πάρει τους υπόλοιπους πού μειναν. Παρόλη τη χαρά για τη σωτηρία μας, κάναμε βασανιστικό ταξίδι. Αφάνταστα στριμωγμένοι στο καράβι…

Old Phocaea (Eski Foça)

New Phocaea (Yeni Foça)

Anna Kindyni
Mamy Maroudi

 Vangelis Diniakos

Argyro Diniakou

Despoina Pepa

Gereneköy

Çakmaklı