Eye Witness
Testimonies
Newspaper
Archives
Greek MFA
Telegrams
Political
Background
Αναστασιος Γιανναρης | EN | GR |
ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Αναστάσιος Γιάνναρης
Π. Φώκιες
Αθήνα 23/9/64
ΚΜΣ: Λουκοπούλου
Πλάγια γραφή: σχόλια ερευνητή
Κανονική γραφή: μαρτυρία
Δελτίο Μετάβασης (23/9/64)
Στη Δραπετσώνα έχει καφενείο ο Γιώργος Παπουτσής, που κατάγεται από τις Π. Φώκιες. Τον είχα γνωρίσει πέρσι το χειμώνα. Είχα καταφύγει τότε σ’ αυτόν για να μου συστήσει πληροφορητές από τη Βάρη και τα Σουβουτσούκια.
Την Τετάρτη τ’ απόγευμα, πήγα και τον βρήκα. Αυτή τη φορά ήθελα να μου δώσει πληροφορίες για την πατρίδα του. Δεν κατόρθωσα όμως να τον πείσω. Απέφυγε μ’ ευγένεια. Ισχυρίστηκε ότι έφυγε νέος από την πατρίδα του και για καλύτερα μ’ έστειλες σ’ έναν Γιάνναρη που έχει κι αυτός καφενείο εκεί απέναντι στον Άγιο Παντελεήμονα.
Πήγα στο Γιάνναρη, μα κι αυτός δεν έδειξε μεγάλη προθυμία. Δε διέθετα άλλον πληροφορητή κι έτσι έκανα πως δεν κατάλαβα και κάθησα να εργασθώ μαζί του. Ήταν και κάνα δυο άλλοι Φωκιανοί εκεί, νεότεροι την ηλικία. Σκέφθηκα ότι, με τη βοήθεια όλων, κάτι θα βγάλω. Ο Γιάνναρης είναι περίεργος άνθρωπος, ενώ θυμάται καλά την πατρίδα του και ξέρει αρκετά πράγματα, του τα βγάζεις με το τσιγκέλι. Απαντούσε κάπως βαργεστημένα. Η αλήθεια είναι πως είχε και δουλειά. Κάθε τόσο μ’ άφηνε για να ψήσει καφέ στους πελάτες του. Πότε λοιπόν με το Γιάνναρη, πότε με τους άλλους και με τη γυναίκα του, που ήρθε για λίγο στο μαγαζί, μπόρεσα και μάζεψα λίγες πληροφορίες για τις Π. Φώκιες. Πάντως μαζί του δεν υπάρχουν περιθώρια να ξαναεργασθώ.
Βιογραφικό Σημείωμα Πληροφορητή
Ο Τάσος Γιάνναρης γεννήθηκε στις Π. Φώκιες το 1885. Η μητέρα του ήταν Φωκιανή και ο πατέρας του Σπαρτιάτης την καταγωγή. Γράμματα ξέρει λίγα. Τελείωσε την Α’ του δημοτικού. Το 1913 επειδή ήταν υποχρεωμένος να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό, έφυγε κρυφά και πήγε στην Αμερική. Μετά από λίγα χρόνια γύρισε κι ήρθε εδώ στην Ελλάδα. Εδώ που ήρθε παντρεύτηκε μια πατριώτισσά του, που είχε φύγει κι αυτή από τις Π. Φώκιες, με το διωγμό του 1914. Το 1920, με την παλιννόστηση των προσφύγων, γύρισε με την οικογένειά του πάλι στην πατρίδα του και ξανάφυγε το 1922 με την Καταστροφή.
Κατά καιρούς έκανε διάφορα επαγγέλματα. Τα πρώτα χρόνια ήταν αμπελουργός, μετά άνοιξε μπακάλικο και τώρα έχει καφενείο. Έχει δυο γιους παντρεμένους και πέντε εγγόνια. Σαν πληροφορητής δεν είναι και τόσο καλός. Ενώ θυμάται την πατρίδα του και ξέρει αρκετά πράγματα, του λείπει η προθυμία. Τον εγνώρισα στις 10 Φεβρουαρίου του 1964. Το καφενείο του είναι στη Δραπετσώνα απέναντι στον Άγιο Παντελεήμονα.
Τουρκική Διοίκηση (23/9/64)
Οι Π. Φώκιες είχαν καϊμακάμη και οι Νέες Φώκιες (12 χλμ ΒΑ) μουδούρη. Ο μουδούρης στις Ν. Φώκιες εξαρτιότανε από μας. Εμείς είχαμε ένα μουδούρη, αλλά αυτός ήτανε πρόεδρος του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους, ντεμουμιέ που το λέγαμε. Αυτός κράταε τα βιβλία, αυτός έκανε έλεγχο στην εξαγωγή που γινόταν στ’ αλάτια. Μουτεσαρίφη δεν είχαμε. Όταν ήθελες να κάνεις έφεση, πήγαινες στη Σμύρνη (44 χλμ ΝΑ) εκεί ήταν ο βαλής. Αϊντίν βιλαετί ήμαστε εμείς. Στις Φώκιες ο καϊμακάμης ήτανε για μικροϋποθέσεις. Στα δικά μας τα χρόνια, αν τύχαινε και γινότανε φόνος, πηγαίνανε στη Σμύρνη και τους δικάζανε. Τώρα που έγινε Ελλάδα είχαμε διοικητή έναν Χαλκιδαίο, Ράμπεση τον ελέγανε. Το κονάκι ήτανε στο Μικρό Γιαλό. Εκεί στεγαζόντουσαν οι αστυνομικές αρχές και οι πολιτικές. Και το δικαστήριο εκεί γινότανε.
Κάτοικοι
Οι Π. Φώκιες είχανε γύρω στις 13.000 κατοίκους. Οι περισσότεροι ήταν Έλληνες και μόνο 2000 Τούρκοι. Είχε και καμιά εικοσαριά οικογένειες Εβραίοι και τέσσερις με πέντε οικογένειες Αρμεναίοι. Οι Εβραίοι είχανε όλα τα εμπορικά κι οι Αρμεναίοι είχανε σιδηρουργεία κι ένα καφεκοπτείο. Οι Φωκαείς ζούσανε από τα παλιά χρόνια εκεί. Είχε κι αρχαία πολλά ο τόπος, θεμέλια παλιά, μάρμαρα. Όταν τα παλιά χρόνια κατέβηκαν οι Πέρσες, πολλοί φοβήθηκαν και μπήκαν στα βαπόρια και φύγανε, πήγανε στη Μασσαλία.
Αποστάσεις από τ’ αστικά κέντρα κι από τα χωριά με τα οποία συνόρευαν οι Π. Φώκιες
Το πιο κοντινό χωριό στις Φώκιες ήταν η Βάρη (Hacilar), στα νοτινά, περίπου τρία χιλιόμετρα απόσταση. Δεν είχε δρόμοι καλοί για να πας, όλο μονοπάτια. Ανατολικά στη Βάρη ήτανε τα Σοβουτσούκια, με τα ζώα πηγαίναμε κι εκεί, θέλαμε περίπου 1,5 ώρα. Οι Ν. Φώκιες πέφτανε βορεινά, ήτανε καμία δεκαπενταριά χιλιόμετρα μακριά από εμάς.
Στη Μαινεμένη έκανε έξη ώρες για να πας. Η Σμύρνη ήτανε ακόμα πιο μακριά. Ανάμεσα Μαινεμένη και Π. Φώκιες ήτανε το Γκερένκιοϊ και το Μπάγαρας, περίπου 2,5 ώρες δρόμος. Δεξιά μας είχαμε κάτι τουρκοχώρια, το Σίκιοϊ (Issizköy), το Μπόσκιοϊ (Bozköy) και το Ουλούμπουναρ (Illıpınar). Μετά το Γκερένκιοϊ ήταν αυτά.
Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων
Στα δικά μας τα χρόνια ζούσαμε καλά, μετά το Χουριέτ τα χαλάσαμε. Προ παντός μετά το 1912, που πήρανε οι Έλληνες την Μακεδονία, οι Τούρκοι γινήκανε θηρία. Τα πρώτα χρόνια δε σε πείραζε, δε σ’ αδικούσε κανένας. Κι ο Τούρκος να σε πρόσβαλε παράλογα, επί Χαμίτ, το ’βρισκες το δίκιο σου. Σ’ ένα δικαστήριο είχε και δικοί μας, Έλληνες, που είχαν ισχύ. Καλά ζούσαμε, αλλά επαφή δεν είχαμε, στα σπίτια τους δεν πηγαίναμε, εξόν στα εξοχικά, όσοι ήτανε γειτόνοι. Οι Φώκιες είχαν κι αγροτική ζωή κι εμπορική. Όλο το εμπόριο το είχανε οι Έλληνες στα χέρια τους. Οι Τούρκοι είχανε ένα μόνο μπακάλικο και κάτι καφενεία. Στα καφενεία τους μόνο καφέ και τσάι πίνανε. Είχαν ένα γουδί μαρμάρινο και κοπανίζανε εκείνη την ώρα τον καφέ, για φρέσκον. Αν θέλανε να πιούνε ούζο, ερχόντανε στα ελληνικά μαγαζιά. Καμιά φορά κάνανε τον νταή, τσι δέρναμε κιόλας και φεύγανε. Οι Τούρκοι οι Φωκιανοί ήτανε νοικοκυραίοι, είχανε τσιφλίκια ολόκληρα. Στα χτήματά τους δούλευαν Έλληνες. Το μάτι τους ήτανε χορτάτο. Αν έκανε να του δώσεις 1000 οκάδες στάρι και του έδινες 700, σου έλεγε, φτάνει, δεν πειράζει. Είχανε μεγάλη κτηματική περιουσία οι δικοί μας Τούρκοι. Οι περισσότεροι μπέηδες είχανε πρόβατα και τα δίνανε και τα βόσκανε Έλληνες. Μετά το σύνταγμα γυρεύανε να μας πάρουν στρατιώτες. Στην αρχή, μερικοί πήγανε, έπειτα οι άλλοι, φεύγανε για τη Μυτιλήνη. Έδινες μια λίρα στον Τούρκο κι έκανε στραβά μάτια. Δηλαδή Έλληνες μας φευγατίζανε εις γνώσιν του Τούρκου. 1000 νέοι φύγανε μ’ αυτόν τον τρόπο για την Αμερική. Όσοι μείνανε, κρυβόντουσταν στα σπίτια γιατί γυρίζανε τσι μαχαλάδες και πιάνανε τσι λιποτάκτες. Τσι καλές μέρες, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Ανάσταση, ερχότανε ο Πεσβάντες (=νυχτοφύλακας) και μας κτυπούσε την πόρτα, να πάμε στην εκκλησία. Στη δικιά μου τη γειτονιά είχαμε Τούρκο πεσβάντε και μας ειδοποιούσε αυτός. Οι Τούρκοι πιστεύανε την Άγια Αναστασά. Τη λέγανε Καραγκιζ (=kara kız, μαύρη κόρη). Όταν γιόρταζε πηγαίνανε δώρα. Στο Χορόσκιοϊ ήταν η Εκκλησία. Και τον Αγιώργη πιστεύανε. Την ημέρα που γιόρταζε δεν δουλεύανε, βγαίνανε στις εξοχές.